ενοικολόγος

ενοικολόγος
ἐνοικολόγος και ἐνοικιολόγος, ο (Α)
ο εισπράκτορας ενοικίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ένοικος + -λόγος < λέγω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • ενοικολογώ — ἐνοικολογῶ, έω (Α) [ενοικολόγος] συλλέγω, εισπράττω τα ενοίκια (και με αιτ.) παίρνω ενοίκια από («ἐνοικολογῆσαι τὰς οἰκίας», πάπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”